Του Βασίλη Πάικου
Το Μακεδονικό τους απομάκρυνε. Η Novartis τους έφερε κοντά. Τους ξαναέφερε κοντά δηλαδή, πολύ κοντά, πιο κοντά δεν γίνεται. Μέχρι πλήρους ταυτίσεως αυτή τη φορά. Για τη ΝΔ και το Κίνημα Αλλαγής ο λόγος. Των οποίων η σχέση εμφανίζει, απ’ ό, τι δείχνουν τα πράγματα, ενδιαφέρουσα «ελαστικότητα».
Πράγματι, όταν ξεκίνησε η περί το Μακεδονικό κινητικότητα, οι κεντρώοι έδειξαν πως επιστρέφουν στις ρίζες τους. Καθώς επεχείρησαν, παρά τις λεκτικές αντιπολιτευτικές ενστάσεις, να αντιμετωπίσουν με σύνεση και υπευθυνότητα
το ζήτημα. Στο πλαίσιο του «προοδευτικού ρεαλισμού». Γεγονός που, όπως ήταν φυσικό,τους έφερε απέναντι στο εθνικιστικό παραλήρημα της ΝΔ. Τόσο ώστε πολλοί πίστεψαν πως ήταν αυτή η ευκαιρία να απαλλαγούν από τον αφύσικο εναγκαλισμό με τη Δεξιά, και να ξαναβρούν την χαμένη τους ταυτότητα.
Ώσπου ήρθε στην επιφάνεια το σκάνδαλο της Novartis. Εκεί λοιπόν χάθηκε εντελώς η μπάλα, μαζί και το παιχνίδι. Η ΝΔ και το Κίνημα Αλλαγής, ένα σώμα πλέον, μια ψυχή. Και μια φωνή βεβαίως. Το ίδιο παράφωνη, το ίδιο παράλογη, το ίδιο ακραία, το ίδιο ενοχική. Είναι, βλέπετε που, εν προκειμένω, πήραν το παιχνίδι επάνω τους οι πολιτικοί αδελφοποιτοί Αντώνης Σαμαράς και Ευάγγελος Βενιζέλος. Καπελώνοντας και, επί της ουσίας, παραμερίζοντας τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την Φώφη Γεννηματά. Τους σημερινούς αρχηγούς οι οποίοι περιορίστηκαν σε ρόλο κομπάρσου. Και,
ακόμη χειρότερα, σε φερέφωνα των πρώην. Των υποβολέων της γραμμής. Ρόλο τον οποίο αποδέχτηκαν αδιαμαρτύρητα οι νυν. Υπηρετώντας τον, θα πρέπει να πούμε, με συνέπεια που εκπλήσσει…
Και εδώ που τα λέμε δεν το είχαν ανάγκη ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Φώφη Γεννηματά, κάθε άλλο. Δεν το είχαν ανάγκη, δεν ήταν υποχρεωμένοι, άσε που δεν τους ταιριάζει κιόλας. Θα μπορούσαν μια χαρά να κρατήσουν τις αποστάσεις τους δίχως, από την άλλη, να αδειάσουν τα «εγκαλούμενα» στελέχη τους. Εάν, ως όφειλαν, ανελάμβαναν την «πολιτική ευθύνη» για το –αναγνωρισμένο, το διαπιστωμένο και ομολογημένο- σκάνδαλο. Μιας και τούτο εξελίχθηκε επί των ημερών των κομμάτων που οι ίδιοι κληρονόμησαν. Δίχως, φυσικά, να τους το καταλογίζει κανείς προσωπικά. Εάν, επιπροσθέτως, δήλωναν πως περιμένουν να αποφανθεί η προανακριτική επιτροπή σε πρώτη φάση, και η Δικαιοσύνη στη συνέχεια.
Εάν δεν υιοθετούσαν την γελοία περί σκευωρίας θεωρία. Την οποία σήμερα καλούνται να αποδείξουν. Πράγμα παντελώς αδύνατο. Εάν δεν ανέχονταν ή, έστω, δεν κάλυπταν δια της σιωπής τους την εμφυλιοπολεμική ρητορική του Σαμαρά και της αλητείες του Γεωργιάδη ο ένας, τις λογικές και νομικές ακροβασίες του Βενιζέλου και τους λεκτικούς τραμπουκισμούς του Λοβέρδου η άλλη. Εάν δεν επέλεγαν το «στρίβειν δια του αρραβώνος» στην κοινοβουλευτική ψηφοφορία. Αν κρατούσαν τις αποστάσεις τους. Εν αναμονή της εξέλιξης των πραγμάτων. Θα μπορούσαν, μ’ άλλα λόγια, να επιλέξουν την πολιτικά αξιοπρεπή στάση του Σταύρου Θεοδωράκη, ο οποίος δεν χρεώθηκε το παραμικρό. Αλλο αν κι εκείνος σύρθηκε (για χάρη της ενιαίας φωνής του χώρου προφανώς) στο «άκυρο» της ψηφοφορίας.
Σήμερα λοιπόν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Φώφη Γεννηματά, με τη στάση τους, απέδειξαν πως παραμένουν αρχηγοί «περιορισμένης ευθύνης» για τα κόμματά τους. Αρχηγοί υπό σκληρή επιτροπεία αν όχι υπό διαρκή ομηρεία και, βεβαίως, υπό αίρεση. Και πως δεν είναι σε θέση να απαλλαγούν από τα κομματικά βαρίδια. Η βαριά και απολύτως καθοριστική παρουσία των οποίων φαλκιδεύει στην πράξη κάθε προσπάθεια φυγής προς τα εμπρός για τους ίδιους. Δίχως, από την άλλη, να έχουν να κερδίσουν, απ’ αυτή την ενδοτική έναντι των πρώην στάση τους, το παραμικρό. Δηλαδή όπως θα λεγε κι ο λαός μας, «δίχως κέρδος κέρατα»…